- σηκασθέντες
- σηκάζωshut up in a penaor part pass masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σηκάζω — Α [σηκός] (επικ. τ.) 1. οδηγώ και κλείνω μέσα σε μάντρα, μαντρώνω («ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», Ξεν.) 2. περιφράσσω («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ ἀλωάς», Ορφ.) … Dictionary of Greek